- πολλοστημόριο
- τοτο μικρότατο μέρος ενός όλου: Δε διαθέτει ούτε το πολλοστημόριο των κεφαλαίων του συνεταίρου του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απειροστός — ή, ό 1. άπειρα μικρός, απειροελάχιστος 2. αυτός που έγινε και ξανάγινε πολλές φορές («σου το λέω για απειροστή φορά») 3. (το ουδ.) απειροστό (ν) α) το απειροελάχιστο μέρος μιας ποσότητας, το πολλοστημόριο β) Μαθ. ποσότητα η απόλυτη τιμή της… … Dictionary of Greek
πολλοστημόριος — ο / πολλοστημόριος, ον, ΝΑ το ουδ. ως ουσ. το πολλοστημόριο(ν) το ελάχιστο, το μικρότατο μέρος ενός όλου («οὐδὲ πολλοστημόριον τοῡτο ὧν σε δεῑ παθεῑν», Λουκιαν.) αρχ. ο πολλές φορές μικρότερος («πολλαπλάσιον ἤ πολλοστημόριον τοῡ πρότερον»,… … Dictionary of Greek